Στη σχολική ζωή, οι συγκρούσεις είναι καθημερινές: μικρές παρεξηγήσεις, λεκτικές αντιπαραθέσεις, συναισθηματικές εντάσεις. Το πρώτο ερώτημα που συνήθως γεννιέται είναι «ποιος έχει δίκιο;». Όμως, η Σχολική Διαμεσολάβηση μάς καλεί να δούμε τα πράγματα αλλιώς — να αφήσουμε για λίγο το «ποιος φταίει» και να σταθούμε στο πώς νιώθει ο καθένας και τι χρειάζεται.
Αυτή η μετατόπιση, ωστόσο, δεν είναι εύκολη για τον εκπαιδευτικό. Εμείς οι μεγαλύτεροι έχουμε μεγαλώσει σε ένα σχολείο όπου το δίκιο το όριζε η εξουσία, η αυθεντία ή ο κανόνας. Το «σωστό» και το «λάθος» ήταν ξεκάθαρα και η σύγκρουση αντιμετωπιζόταν με επίπληξη, ποινή ή σιωπή. Δεν είχαμε μάθει να ακούμε πίσω από τις λέξεις, να αναζητούμε το συναίσθημα πίσω από τη συμπεριφορά. Έτσι, όταν καλούμαστε σήμερα να εφαρμόσουμε τη Διαμεσολάβηση, χρειάζεται πρώτα να αποδομήσουμε μέσα μας αυτή τη βαθιά ριζωμένη ανάγκη να κρίνουμε, να αποδώσουμε ευθύνη, να «διορθώσουμε» τον άλλον.
Στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης, ο στόχος δεν είναι να εντοπιστεί ο ένοχος ή να αποδοθεί ευθύνη, αλλά να δημιουργηθεί ένας ασφαλής χώρος διαλόγου. Εκεί, τα εμπλεκόμενα μέρη μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματα, τις ανάγκες και τις ανησυχίες τους χωρίς φόβο ή επικριτική διάθεση. Ο Διαμεσολαβητής δεν αποφαίνεται ποιος έχει δίκιο∙ αντίθετα, παραμερίζοντας το ρόλο του κριτή, διευκολύνει την επικοινωνία, ώστε οι ίδιοι οι συμμετέχοντες να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον και να οδηγηθούν σε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση.
Συχνά, πίσω από αυτό που θεωρούμε «άδικο» κρύβεται μια παρεξήγηση ή μια ανεκπλήρωτη ανάγκη. Ένα παιδί μπορεί να υψώνει τη φωνή του όχι από επιθετικότητα, αλλά από φόβο ότι δεν ακούγεται. Ένας εκπαιδευτικός μπορεί να αντιδρά αυστηρά επειδή νιώθει κουρασμένος ή ανίσχυρος. Η Διαμεσολάβηση βοηθά να αναγνωρίσουμε αυτές τις κρυφές διαστάσεις και να μετατρέψουμε τη σύγκρουση σε ευκαιρία για ενσυναίσθηση, κατανόηση και ανάπτυξη.
Η Διαμεσολάβηση παράλληλα απαιτεί μια νέα παιδαγωγική στάση: να ακούμε πραγματικά και να εμπιστευόμαστε τη διαδικασία. Είναι μια άσκηση αυτογνωσίας, αλλά και εσωτερικής ταπείνωσης, μια συνεχής υπενθύμιση ότι «δίκιο» δεν έχει αυτός που φωνάζει περισσότερο, αλλά αυτός που μπορεί να συνδεθεί με τον άλλον.
Μέσα από τη Διαμεσολάβηση, ο εκπαιδευτικός δεν διδάσκει απλώς μια μέθοδο επίλυσης συγκρούσεων∙ μαθαίνει ο ίδιος να μεταμορφώνει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη δικαιοσύνη, τη σχέση και την ανθρώπινη επικοινωνία.
Κι ίσως, τελικά, αυτό να είναι το βαθύτερο μάθημα: ότι το δίκιο δεν είναι να αποδειχθείς σωστός, αλλά να συμβάλεις σε μια λύση που χωρά και τους δύο.



