Η Σχολική Διαμεσολάβηση έχει αναδειχθεί ως ένα σημαντικό εργαλείο ενίσχυσης της ειρηνικής συνύπαρξης, διαχείρισης και πρόληψης των συγκρούσεων στο σχολικό περιβάλλον. Παρόλο όμως που η αξία της είναι αναγνωρισμένη, η εφαρμογή της συνοδεύεται από προκλήσεις που απαιτούν συντονισμένες και στοχευμένες λύσεις.
Προκλήσεις στην πράξη
Μία από τις πρώτες προκλήσεις είναι η έλλειψη γνώσης και κατανόησης της Διαμεσολάβησης από την εκπαιδευτική κοινότητα. Συχνά αντιμετωπίζεται ως κάτι επιβαρυντικό για το σχολικό πρόγραμμα και όχι ως βασική παιδαγωγική πρακτική, που συντελεί στη βελτίωση του σχολικού περιβάλλοντος. Πολλοί εκπαιδευτικοί, γονείς αλλά και μαθητές δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη διαφορά της από την πειθαρχική παρέμβαση ή ακόμα και την επίπληξη. Αυτή η σύγχυση δημιουργεί επιφυλάξεις ή και άρνηση αποδοχής του θεσμού, δυσχεραίνοντας την απρόσκοπτη εφαρμογή του.
Παράλληλα, η σωστή επιλογή και εκπαίδευση των μαθητών/τριών-Διαμεσολαβητών/τριών είναι καθοριστική. Χωρίς κατάλληλα κριτήρια, η διαδικασία μπορεί να μείνει επιφανειακή και η εφαρμογή της να μην αποδώσει. Η διαδικασία της Διαμεσολάβησης προϋποθέτει δεξιότητες, όπως η ενσυναίσθηση, η ουδετερότητα, η αμεροληψία, που δεν είναι δεδομένες και χρειάζονται καλλιέργεια. Η βιαστική ή τυχαία επιλογή μαθητών, χωρίς επαρκή κριτήρια ή κατάλληλη εκπαίδευση, είναι δυνατό να οδηγήσει σε αναποτελεσματικές παρεμβάσεις και τελικά σε υπονόμευση της διαδικασίας και απαξίωσή της από τη σχολική κοινότητα.
Επιπλέον, συχνό εμπόδιο είναι η αδυναμία ενσωμάτωσης της Διαμεσολάβησης στην καθημερινή σχολική ζωή. Όταν η Διαμεσολάβηση αντιμετωπίζεται ως εξωσχολική ή προαιρετική δραστηριότητα και όχι ως υπόβαθρο της φιλοσοφίας του σχολείου, δυσχεραίνεται η βιώσιμη λειτουργία της. Η έλλειψη σύνδεσης με το αναλυτικό Πρόγραμμα καθιστά δύσκολη την εύρεση χρόνου για τη σταθερή λειτουργία της ομάδας Διαμεσολάβησης. Χωρίς θεσμική ενσωμάτωση, η διατήρηση του προγράμματος εξαρτάται από την καλή θέληση μεμονωμένων εκπαιδευτικών.
Σε συνδυασμό με την αδυναμία ενσωμάτωσης, η έλλειψη συστηματικής υποστήριξης από το Σύλλογο Διδασκόντων και τη Διεύθυνση του σχολείου, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την επιτυχή εφαρμογή της Σχολικής Διαμεσολάβησης. Η διαρκής υποστήριξη, ανατροφοδότηση και ενίσχυση του προγράμματος, είναι αναγκαία προς την κατεύθυνση αυτή.
Τέλος, υπάρχει συχνά αντίσταση στην αλλαγή από μέρους της σχολικής κοινότητας. Η καθιέρωση της Διαμεσολάβησης, καθώς πρόκειται για μια μαθητοκεντρική πρακτική, συχνά απαιτεί μια ριζική μεταβολή της κουλτούρας του σχολείου: από τη λογική της επιβολής ποινών, στην καλλιέργεια του διαλόγου και της συνεργασίας. Αυτό είναι δυνατό να προκαλέσει αντιδράσεις ή και συγκρούσεις, καθώς θέτει σε αμφισβήτηση καθιερωμένους ρόλους και πεποιθήσεις.
Επίλογος
Αν και η εφαρμογή της Σχολικής Διαμεσολάβησης συναντά προκλήσεις, είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό επιμονή και συνεργασία. Είναι σημαντικό να αποκτήσουν οι μαθητές/τριες τη δυνατότητα να εκπαιδεύονται να επιλύουν ειρηνικά τις διαφορές τους, να ακούνε ενεργά ο ένας τον άλλον και να προτείνουν τρόπους για την επίλυση των διαφορών τους, καλλιεργώντας ένα σχολικό περιβάλλον βασισμένο στον σεβασμό, τη συμπερίληψη και την υπευθυνότητα και τη συνεργασία.



